- ανακαταθέτω
- [καταθέτω]καταθέτω εκ νέου, κάνω νέα κατάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + καταθέτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek